- υπερωριμάζω
- Ν [ωριμάζω]ωριμάζω πάρα πολύ, παραγίνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερωριμάζω — υπερωρίμασα, υπερωριμασμένος, αμτβ., ωριμάζω υπερβολικά, γίνομαι υπερώριμος (βλ. λ.), παραγίνομαι (κυριολ. και μτφ.): Υπερωρίμασαν τα μήλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραγίνομαι — ΝΜΑ και παραγίγνομαι ΜΑ νεοελλ. 1. γίνομαι σε υπερβολικό βαθμό, αποκτώ ιδιότητα πέρα από το κανονικό («παράγινε χοντρός και αρρώστησε η καρδιά του» 2. αποκτώ συνήθεια πέρα από το ανεκτό όριο, ξεπερνώ τα όρια, υπερβαίνω τα εσκαμμένα («παράγινε… … Dictionary of Greek
σπυριάζω — Ν [σπυρί] 1. γεμίζω το δέρμα κάποιου με σπυριά, με εξανθήματα 2. (αμτβ.) α) βγάζω σπυριά, καλύπτομαι από εξανθήματα β) (για καρπό) υπερωριμάζω, γεμίζω σπόρους … Dictionary of Greek
υπερπεπαίνομαι — Α (αποθ.) ωριμάζω περισσότερο από το κανονικό, υπερωριμάζω, παραγίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πεπαίνω «ωριμάζω»] … Dictionary of Greek
υπερπερκάζω — Μ (για σταφύλια) παίρνω το μαύρο χρώμα τών ώριμων καρπών σε βαθμό μεγαλύτερο από το κανονικό, υπερωριμάζω, παραγίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + περκάζω «(για σταφύλια) παίρνω μαύρο χρώμα, σκουραίνω»] … Dictionary of Greek
υπερωρίμα(ν)ση — η, Ν (γεωπον.) βιολογικό φαινόμενο που ακολουθεί το στάδιο τής ωρίμασης σε ένα φυτό ή σε μια καλλιέργεια που δεν έχει συγκομιστεί, κν. παραγίνωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερωριμάζω. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek